- διορισμούς
- διόρισιςdistinctionmasc acc plδιορισμόςdivisionmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek
Λεσότο — Κράτος της νότιας Αφρικής. Περικλείεται από τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία.Το Λ. βρίσκεται στο υψηλότερο ορεινό σημείο της νότιας Αφρικής· βρετανικό προτεκτοράτο έως τις 4 Οκτωβρίου 1966 με την ονομασία Mπασουτολάνδη, η χώρα αυτή οφείλει την… … Dictionary of Greek
πίστωση — η 1. παροχή χρημάτων, δανείου. 2. παροχή εμπορεύματος το οποίο θα πληρωθεί αργότερα. 3. εγγραφή χρέους. 4. εγγραφή ποσού σε κρατικό προϋπολογισμό, διαθέσιμο ποσό: Δεν υπάρχουν πιστώσεις για διορισμούς καθηγητών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπλήρωση — η 1. γέμισμα των κενών: Του έδωσαν μια έντυπη αίτηση για συμπλήρωση. – Έγινε συμπλήρωση των κενών θέσεων που υπήρχαν στην εκπαίδευση με νέους διορισμούς. 2. αποπεράτωση: Η συμπλήρωση αυτού του έργου θα απαιτήσει πολύ χρόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)